πολυμερία

πολυμερία
ἡ, Μ
βλ. πολυμέρεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυμέρεια — η, ΝΜΑ, και πολυμερία, Μ [πολυμερής] το να αποτελείται κάτι από πολλά μέρη νεοελλ. 1. το να ασχολείται κανείς με πολλά 2. η επίδοση κάποιου σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμέρεια μόρφωσης») 3. χημ. α) η ιδιότητα τού πολυμερούς β) όρος που… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՄԱՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 410 Chronological Sequence: 8c գ. πολυμερία Բազմամասն գոլն. ʼի բազումս բաժանիլն. բազմաւորութիւն մասանց. *Ըստ իւրաքանչիւր մարմնականացս մերոց անդամոց բազմամասնութեան. Զամենայն անասուն կենդանեաց զգայարանսն եւ զբազմամասնութիւսն. Դիոն. երկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”